Κατ’ αρχάς ας διευκρινίσουμε τα αυτονόητα: Με τον όρο «ασφάλεια» εννοούμε την εξασφάλιση της δυνατότητας του κάθε πολίτη, κατοίκου ή επισκέπτη να ασκεί ελεύθερα τα δικαιώματά του (δικαίωμα έκφρασης, δικαίωμα μετακίνησης, δικαίωμα στην ιδιοκτησία του, δικαίωμα στη μη προσβολή της προσωπικότητάς του), εντός των ορίων που ορίζονται απ’ το νόμο, χωρίς παρενόχληση από τον οποιοδήποτε. Στα λεξικά βλέπουμε την ασφάλεια να ορίζεται και ως απουσία φόβου ή κινδύνου (‘η κατάσταση του να είσαι ελεύθερος από φόβο ή κίνδυνο’).
Στη δημόσια ασφάλεια, η έμφαση αυτή στην «αίσθηση» των πολιτών έχει σαφώς τη λογική της καθώς συχνά αυτή η αίσθηση έχει μεγαλύτερη αξία από τα όποια στατιστικά εγκληματικότητας, μιας και οι πολίτες έχουν μια πιο άμεση αντίληψη της ατμόσφαιρας που διαπνέει μια περιοχή ενώ τα επίσημα στατιστικά μπορούν να την αποκρύπτουν (γιατί οι πολίτες, ιδίως σε περιόδους έξαρσης εγκληματικότητας, δεν αναφέρουν στις αρχές όλα τα περιστατικά που τους συνέβησαν ή υπέπεσαν στην αντίληψή τους). Από την άλλη η προσέγγιση αυτή, αν και κατανοητή, είναι προβληματική γιατί
ο καθένας μπορεί να αισθάνεται «φοβισμένος» ή «απειλούμενος» από κάτι ή κάποιον.
Πασίγνωστη είναι η περίπτωση της Νέας Υόρκης (και άλλων μεγάλων πόλεων των ΗΠΑ) στη δεκαετία του 1990 που γνώρισε ραγδαία πτώση της εγκληματικότητας. Ένας εκ των επικεφαλής της αστυνομίας της Νέας Υόρκης, ο
Bill Bratton, εφάρμοζε μια νέα θεωρία αντιμετώπισης της εγκληματικότητας (που ήταν πολύ αυξημένη ως τα τέλη των ‘80s). Ήταν η «
θεωρία του σπασμένου παράθυρου» βάσει της οποίας η σύλληψη και τιμωρία των ενόχων για μικρο-αδικήματα έχει ως αποτέλεσμα να μειώνεται και η σοβαρότερη εγκληματικότητα καθώς, αφ’ ενός συλλαμβάνονται κατ’ αυτόν τον τρόπο ένοχοι και για μεγαλύτερα αδικήματα, αφ΄ ετέρου στέλνεται ένα ευρύτερο μήνυμα τάξης και τήρησης των νόμων. Επιπλέον, χρησιμοποιήθηκε ένα σύστημα διαρκούς, στατιστικής παρακολούθησης της παραβατικότητας και σε όποια περιοχή σημειωνόταν αύξηση των αδικημάτων αμέσως στελνόταν αυξημένος αριθμός αστυνομικών.
Σημειωτέον ότι για τη μείωση της εγκληματικότητας τη δεκαετία του ’90 στις ΗΠΑ έχουν προταθεί και άλλες εξηγήσεις (οικονομική ανάπτυξη,
νομιμοποίηση εκτρώσεων και μείωση ανεπιθύμητων γεννήσεων, κοκ.).
Ωστόσο, από ένα σημείο και μετά, και συγκεκριμένα επί Δημαρχίας Τζουλιάνι, επήλθαν σοβαρές διοικητικές αλλαγές στην Αστυνομία της Νέας Υόρκης με τους υπεύθυνους για την επιτυχημένη μείωση της παραβατικότητας να εξωθούνται εκτός δράσης και να αντικαθίστανται με ανθρώπους της απολύτου εμπιστοσύνης του Δημάρχου.
Σύμφωνα με τη Cintra Wilson, σταδιακά επήλθε μια αλλαγή στη στάση της Αστυνομίας που άρχισε να κατηγορείται για παραβιάσεις των δικαιωμάτων των πολιτών και για υπέρμετρη χρήση βίας. Σε δύο μόλις χρόνια (1996-98) οι αστυνομικοί σταμάτησαν ίσως και πάνω από 200.000 πολίτες στο δρόμο για σωματική έρευνα με μόνο 9.500 να καταλήγουν σε συλλήψεις. Επιπλέον, η αίσθηση των αστυνόμων ότι μπορούσαν να λειτουργούν ανεξέλεγκτα οδήγησε αναπόφευκτα σε αυθαιρεσίες,
έως και φόνους αθώων πολιτών λόγω... υπερβάλλοντος ζήλου, με το Δήμαρχο να αρνείται να απολογηθεί ή έστω να ζητήσει συγγνώμη. Τα στατιστικά δε φαίνεται να στηρίζουν πλήρως αυτή την άποψη (τουλάχιστον σε ότι έχει να κάνει με το επιχειρησιακό σκέλος και όχι με τον ίδιο το Δήμαρχο) καθώς επί αρχηγίας του
Howard Safir (του αστυνόμου που αντικατέστησε τον Bill Bratton) τα περιστατικά εκπυρσοκρότησης όπλων των αστυνομικών μειώθηκαν δραματικά,
από 344 το 1995 σε 155 το 1999.
Σε κάθε περίπτωση, όλα αυτά δείχνουν ότι η εξασφάλιση της δημόσιας ασφάλειας απαιτεί σοβαρότητα, λεπτούς χειρισμούς και επαγγελματισμό, καθώς μπορεί πολύ εύκολα να παρεκτραπεί και από μέρος της λύσης να γίνει μέρος του προβλήματος. Επιπλέον, η δημόσια ασφάλεια μιας περιοχής δεν εξαρτάται μόνο από την παρουσία ή μη παραβατικών ατόμων σε αυτή αλλά και από τις συνθήκες της ίδιας της περιοχής (
οικονομικές, κοινωνικές, φυσικές, κ.α.).
Πάμε τώρα σε ένα
ελληνικό παράδειγμα που στριφογυρνάει στο μυαλό μου εδώ και καιρό. Το παρακάτω δημοσίευμα είναι από την εφημερίδα
«Παλμός» του Γαλατσίου (Σεπτ. 2008) και αναφέρεται στο παράνομο παρκάρισμα μοτοσικλετών στα πεζοδρόμια, μπροστά από τις καφετέριες της Λεωφ. Βεϊκου. Επίσης, στην ίδια περιοχή υπάρχει μια μακρόχρονη και προκλητική κατάσταση ανομίας με το παράνομο παρκάρισμα και διπλοπαρκάρισμα αυτοκινήτων, πολύ συχνά ... αστραφτερών και καλογυαλισμένων...
Όπως βλέπεται από το άρθρο, η απάντηση της αστυνομίας είναι μάλλον αδιαφορία, αν όχι δούλεμα. Ακόμη
χειρότερη είναι η στάση του Δήμου Γαλατσίου, καθώς είναι πλέον η
Δημοτική Αστυνομία που έχει την
κύρια ευθύνη για τα θέματα στάθμευσης και κατάληψης δημοσίων χώρων.
Είναι
σε αυτήν ακριβώς τη θέση που τον
Ιούνιο 2009 είχαμε τη δολοφονία ενός ιδιοκτήτη καφετέριας και τον
Σεπτέμβριο 2009 μία δεύτερη δολοφονία ενός 25χρονου, μερικά μέτρα πιο πέρα.
Για την πρώτη απ’ αυτές τις δολοφονίες εξετάζεται και το αν εμπλέκονται οι κατηγορούμενοι για την απαγωγή του εφοπλιστή Παναγόπουλου...
Δεν είναι αυτή μια ενδιαφέρουσα ένδειξη ότι οι μικρές παραβάσεις σχετίζονται (έστω έμμεσα, γεωγραφικά) με τις μεγάλες;