Ένα πρόσφατο άρθρο του Economist, παρουσιάζει ορισμένα ενδιαφέροντα στατιστικά και θέτει ερωτήματα για το Σύστημα των Εθνικών Πάρκων των ΗΠΑ.
Η Εθνική Υπηρεσία Πάρκων διαχειρίζεται το πρώτο στον κόσμο σύστημα εθνικών πάρκων (συστάθηκε το 1916 με πρωτοβουλία του τότε Προέδρου των ΗΠΑ Γούντροου Ουίλσον) ενώ ως πρώτο εθνικό πάρκο είχε οριστεί το 1872 το Εθνικό Πάρκο Γιέλλοστοουν. Στη διαχείρισή της υπόκεινται όχι μόνο φυσικές περιοχές αλλά και πάρα πολλοί χώροι και κτήρια ιστορικής / πολιτιστικής / αρχαιολογικής σημασίας.
Ωστόσο, σύμφωνα με το άρθρο, ο αριθμός των επισκεπτών διαρκώς μειώνεται από το 1987, όταν και είχε φτάσει στο μέγιστό του. Το άρθρο παραθέτει διάφορους πιθανούς λόγους για αυτή τη μείωση και προσπαθεί να προβλέψει τις επιπτώσεις της πάνω στο ίδιο το σύστημα των εθνικών πάρκων.
Ενδιαφέρον έχει και η σχετική συζήτηση / σχόλια που διεξάγεται στο Yahoo!-National Parks Traveler. Η ευρύτερη συζήτηση αφορά το ρόλο των ανθρώπων στα εθνικά πάρκα, την επίπτωση της παρουσίας τους (ή απουσίας τους) σε αυτά και κλασσικά ζητήματα διαχείρισης όπως η φέρουσα ικανότητά τους και οι δυνατότητές τους να φιλοξενήσουν τους πιθανούς / επίδοξους επισκέπτες τους.
Remarks and observations on cities (αστικός σχεδιασμός, δημόσιοι χώροι, τοπική ανάπτυξη, περιβάλλον, εικόνες, ακούσματα, σκέψεις... // planning, public spaces, local development, environment, pictures, sounds, thoughts...)
2008-08-27
Ο Economist για το Σύστημα των Εθνικών Πάρκων των ΗΠΑ
Άλλες αναρτήσεις στην κατηγορία:
περιβάλλον
2008-08-23
Ένα σχόλιο που δεν δημοσιεύτηκε ποτέ
Δεν ξέρω αν σας έχει τύχει (σε όσους έχετε μπλογκ / σάιτ) να μη δημοσιεύσετε κάποιο σχόλιο το οποίο κατά βάθος θεωρείτε ενδιαφέρον αλλά αμφιβάλλετε αν θα αφορά κανέναν άλλον και εκ των υστέρων να βλέπετε να γίνεται θόρυβος γι' αυτό το θέμα.
Ή αποφεύγετε να κάνετε κάποιο σχόλιο / πρόβλεψη που ξέρετε ότι θα θεωρηθεί τραβηγμένο απ' τα μαλλιά, για να δείτε μετά από λίγο καιρό ότι επαληθεύεστε, αλλά δεν το ξέρει κανένας άλλος παρά μόνο εσείς.
Ή αποφεύγετε να κάνετε κάποιο σχόλιο / πρόβλεψη που ξέρετε ότι θα θεωρηθεί τραβηγμένο απ' τα μαλλιά, για να δείτε μετά από λίγο καιρό ότι επαληθεύεστε, αλλά δεν το ξέρει κανένας άλλος παρά μόνο εσείς.
Ένα τέτοιου είδους σχόλιο ήθελα να γράψω πριν ένα περίπου χρόνο, με αφορμή ένα άρθρο του Sasha Issenberg στην εφημερίδα Boston Globe για τον αμερικάνο γερουσιαστή και -τότε- προεδρικό υποψήφιο, Joe Biden. Το άρθρο είχε τίτλο "Ο Μπάιντεν ακολουθεί μια ξεχωριστή προσέγγιση στα πολιτικά ερωτήματα: σύνθετες απαντήσεις" ("Biden taking a distinctive approach to policy questions: complex answers") και περιέγραφε το πως ο Δημοκρατικός γερουσιαστής από το Ντέλαγουερ δεν αρκείτο στις συνηθισμένες, "έξυπνες" ή "σαφείς" ατάκες των 20-30 δευτερολέπτων που συνηθίζουν τα τελευταία ιδίως χρόνια οι πολιτικοί. Αντιθέτως, έδινε "περίπλοκες" αλλά σαφείς απαντήσεις, συνδέοντας διαφορετικές παραμέτρους φαινομενικά άσχετων ζητημάτων για να φθάσει στην τελική του απάντηση. Μεταφράζω ενδεικτικά ένα απόσπασμα του άρθρου:
Οι λίγες ερωτήσεις από τον συντονιστή του συνεδρίου "Καλλιεργώντας τη Βιοοικονομία", στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο της Άιοβα, είχαν όλες να κάνουν με το φαινομενικά περιορισμένο θέμα του πως θα εκσυγχρονιστεί η γεωργική παραγωγή.
Αλλά όταν ήταν η σειρά του Τζόζεφ Ρ. Μπάιντεν Τζούνιορ να απαντήσει, αυτός άρχισε να μιλάει για την κάκιστη κατάσταση των Αμερικανικών υποδομών, την αποτελεσματικότητα των ξένων λιμανιών όπως του Χονγκ-Κονγκ, το εμπορικό έλλειμα με την Ασία, και τη μη ανταγωνιστικότητα του μεταποιητικού τομέα των ΗΠΑ.
Η φαινομενικά δαιδαλώδης διαδρομή από τον ένα τομέα πολιτικής στον άλλο, του Δημοκρατικού από το Ντέλαγουερ τη Δευτέρα το βράδυ, δεν ήταν ένα παράδειγμα της γνωστής τρυφηλότητας των γερουσιαστών ή της δικής του θρυλικής μακρηγορίας, όσο μιας αυξανόμενα διακριτής προσέγγισης στα ερωτήματα πολιτικής. Οι περίπλοκες απαντήσεις του Μπάιντεν, συχνά αποτελούνται από περισσότερα "κινούμενα" μέρη απ'ότι των Δημοκρατικών αντιπάλων του, εκτεινόμενες συνήθως πέρα από τις τυπικές κατηγορίες θεμάτων όπως οικονομική, εξωτερική και εμπορική πολιτική.
Τελικά, κατέληξε σε ένα πρωτότυπο επιχείρημα: Ένας από τους λόγους που τα Αμερικανικά προϊόντα δεν πωλούνται στο εξωτερικό είναι το ότι πρέπει να φθάσουν στις ξένες αγορές μέσω παρωχημένων εσωτερικών υποδομών, γεγονός που τα καθιστά υπερβολικά ακριβά.
Οι περισσότεροι από τους αντιπάλους του Μπάιντεν για την προεδρία έχουν μιλήσει για την ανάγκη επανεπένδυσης στις υποδομές, στα πλαίσια συγκεκριμένων πολιτικών επιλογών: για τη δαπάνη χρημάτων στο εσωτερικό αντί για το Ιράκ, ή για τη σοφία του να δεσμευτούν κονδύλια για μια "γέφυρα στο πουθενά" στην Αλάσκα τη στιγμή που μια άλλη στη Μινεζότα κατέρευσε μέσα στον ποταμό Μισισιπή.
Η απάντηση του Μπάιντεν - που κατάφερε μέσα σε λίγα λογικά βήματα να συνδέσει τους καταρρέοντες αυτοκινητόδρομους με τα κλειστά εργοστάσια- δεν βασίστηκε σε μια δυνητική ανταλλαγή μεταξύ δύο καταστάσεων, αλλά μάλλον σε μια αλυσίδα αιτίων και αιτιατών αλά Ρουμπ Γκόλντμπεργκ.
Το σχόλιο που ήθελα να γράψω όταν πρωτοδιάβασα αυτό το άρθρο θα είχε τίτλο "Μια αξιοθαύμαστη συνταγή πολιτικής αποτυχίας" (ή κάτι παρόμοιο). Δε νομίζω ότι οι περίπλοκες, λογικές απαντήσεις έχουν πολλούς θαυμαστές στον κόσμο της πολιτικής. Πράγματι, σύντομα ο Μπάιντεν απέσυρε την υποψηφιότητά του και τελικός νικητής από πλευράς Δημοκρατικών ανεδείχθη ο Μπάρακ Ομπάμα με το σαφές και επίκαιρο σύνθημα / μοτίβο της "Αλλαγής".
Χθες, διάβασα στους N.Y. Times ένα άρθρο του David Brooks με τίτλο "Ελπίζοντας πως είναι ο Μπάιντεν" όπου ο αρθρογράφος παρέθετε την προσωπική του πορεία και εξηγούσε γιατί θα ήταν ένας καλός αντιπρόεδρος για τον Ομπάμα.
Σήμερα, ανακοινώθηκε ότι ο Ομπάμα πράγματι τον επέλεξε για υποψήφιο αντιπρόεδρο.
Φαίνεται πως μερικές φορές, η αποτυχία είναι ο πιο σίγουρος δρόμος προς την επιτυχία.
Άλλες αναρτήσεις στην κατηγορία:
επικοινωνία,
πολιτική
2008-08-14
Πετρελαϊκές Ανοησίες Νο. 2
Θυμάστε που πριν κάμποσο καιρό σχολίαζα ένα τραγικό άρθρο / e-mail που αφορούσε την τιμή του πετρελαίου τον τελευταίο χρόνο και την δήθεν «ύποπτη» / αδικαιολόγητη αύξησή της;
Χτες είχαμε και δεύτερο παρόμοιο κρούσμα από την οργάνωση «ΙΝ.ΚΑ» η οποία σε ανακοίνωσή της υιοθετεί το ίδιο συνωμοσιολογικό σκεπτικό και αναφέρει ότι:
«Το 2000 ήταν 1$ = 1.2€ δηλαδή 1 βαρέλι πετρέλαιο= 60$, επομένως 1 βαρέλι = 72€…»
Σ'αυτή τη φράση όμως υπάρχει (πέρα από την προβληματική σύνταξη) ένα τρομακτικό σφάλμα (ή απλά ψέμα). Το 2000, όπως μπορείτε να δείτε από τα επίσημα στοιχεία της EIA η τιμή του πετρελαίου Brent κυμάνθηκε μεταξύ 22,23 και 31,12$ και όχι 60$ όπως αναφέρει η ανακοίνωση του «ΙΝ.ΚΑ».
Ο όλος συλλογισμός που αναπτύσσεται στη συνέχεια είναι βασισμένος σε αυτό το τεράστιο σφάλμα.
Ίσως αν οι λεγόμενες μη κυβερνητικές καταναλωτικές οργανώσεις ενδιαφέρονταν περισσότερο να κερδίσουν τη εμπιστοσύνη των μελών τους μέσω της σοβαρής δράσης τους και λιγότερο για την αυτο-προβολή κάποιων στελεχών τους ή την …κατανάλωση κρατικών επιχορηγήσεων (βλ. και Think Positive) να πρόσεχαν περισσότερο και τις ανακοινώσεις τους…
Χτες είχαμε και δεύτερο παρόμοιο κρούσμα από την οργάνωση «ΙΝ.ΚΑ» η οποία σε ανακοίνωσή της υιοθετεί το ίδιο συνωμοσιολογικό σκεπτικό και αναφέρει ότι:
«Το 2000 ήταν 1$ = 1.2€ δηλαδή 1 βαρέλι πετρέλαιο= 60$, επομένως 1 βαρέλι = 72€…»
Σ'αυτή τη φράση όμως υπάρχει (πέρα από την προβληματική σύνταξη) ένα τρομακτικό σφάλμα (ή απλά ψέμα). Το 2000, όπως μπορείτε να δείτε από τα επίσημα στοιχεία της EIA η τιμή του πετρελαίου Brent κυμάνθηκε μεταξύ 22,23 και 31,12$ και όχι 60$ όπως αναφέρει η ανακοίνωση του «ΙΝ.ΚΑ».
Ο όλος συλλογισμός που αναπτύσσεται στη συνέχεια είναι βασισμένος σε αυτό το τεράστιο σφάλμα.
Ίσως αν οι λεγόμενες μη κυβερνητικές καταναλωτικές οργανώσεις ενδιαφέρονταν περισσότερο να κερδίσουν τη εμπιστοσύνη των μελών τους μέσω της σοβαρής δράσης τους και λιγότερο για την αυτο-προβολή κάποιων στελεχών τους ή την …κατανάλωση κρατικών επιχορηγήσεων (βλ. και Think Positive) να πρόσεχαν περισσότερο και τις ανακοινώσεις τους…
Άλλες αναρτήσεις στην κατηγορία:
διάφορα
2008-08-06
Βιβλιοπαρουσίαση: The Ecology of Commerce (Paul Hawken)
Ξεφύλλιζα πάλι πρόσφατα το βιβλίο του Paul Hawken The Ecology of Commerce (HarperBusiness, 1993), το οποίο είχα διαβάσει την προηγούμενη δεκαετία, όταν και είχε περιληφθεί στα πλέον ευπώλητα στις ΗΠΑ.
Ίσως καθότι περιβαλλοντολόγος, δεν είχα εντυπωσιαστεί ιδιαίτερα από το περιεχόμενό του. Ο συγγραφέας - επιτυχημένος επιχειρηματίας με κοινωνικές ανησυχίες που κάποια στιγμή είδε το οικολογικό φως και αποφάσισε να το μοιραστεί με τους γύρω του - οραματίζεται μια «οικονομία αποκατάστασης» (“restorative economy”), ένα σύστημα δηλαδή στο οποίο κάθε οικονομική δράση θα έχει εκ φύσεως χαρακτήρα «βιώσιμο» και «αποκαταστατικό». Ένα οικονομικό σύστημα δηλαδή που θα είναι στη βάση του καπιταλιστικό –σύμφωνο με την ανθρώπινη φύση και ικανό να καλύψει ανθρώπινες ανάγκες- αλλά στο οποίο η κάθε οικονομική ή εμπορική πράξη δεν θα ζημιώνει το φυσικό περιβάλλον και οι συνέπειές της σ’ αυτό δεν θα χρειάζεται να αντισταθμισθούν ή να διορθωθούν.
Μεγάλο μέρος του (6 από τα 12 κεφάλαια) αναλώνεται σε μια αέναη περιγραφή μεμονωμένων περιπτώσεων ή επεισοδίων ρύπανσης. Άλλα κεφάλαια ασχολούνται με την ανάλυση των επιπτώσεων αλλά και των δυνατοτήτων του εμπορίου και του πολιτικού πλαισίου εντός του οποίου διαμορφώνονται οι κανόνες του. Αρκετά από τα αναφερόμενα στοιχεία είναι σίγουρα προκλητικά για τη σκέψη και ενδιαφέροντα καθώς επίσης και οι μεταξύ τους συνδέσεις που κάνει ο Hawken, κάποιες φορές με εξαίρετα διαφωτιστικές διατυπώσεις.
Ωστόσο, το βιβλίο μου δίνει την εντύπωση ότι συχνά αμφιταλαντεύεται: Μεταξύ του πάθους του συγγραφέα να μεταδώσει το όραμά του από τη μια μεριά και της προσπάθειάς του να το τεκμηριώσει με τρόπο σοβαρό και αξιόπιστο από την άλλη. Μεταξύ πραγματισμού απ’ τη μια και ηθικολογίας από την άλλη. Το αποτέλεσμα δεν είναι πάντα το καλύτερο και ενίοτε γίνεται κουραστικό. Ίσως λόγω του μεγάλου εύρους του θέματος που πραγματεύεται, δίνεται έμφαση στην παράθεση μιας πληθώρας διάσπαρτων στατιστικών –που συχνά επιδέχονται πολλαπλών ερμηνειών- παρά στην εμβάθυνση και κατανόηση φαινομένων.
Για παράδειγμα, στη σελ.17 αναφέρει:
Ανατρέχοντας στις πηγές βλέπεις ότι γίνεται παραπομπή σε ένα άρθρο της Sylvia Nasar στους New York Times της 5ης Μαρτίου 1992. Διαβάζοντας το άρθρο –και παρότι οι NYT παραδοσιακά αριστερίζουν- καταλαβαίνεις ότι η φράση του Hawken είναι μια αυθαίρετη αφαίρεση των στοιχείων που παρατίθενται στο άρθρο. Π.χ. η σύγκριση γίνεται μεταξύ 1977 και 1989 (όχι της «δεκαετίας του ’80»), οι πλούσιοι της μίας χρονιάς δεν είναι οι ίδιοι (τα ίδια πρόσωπα) με τους πλούσιους της άλλης, παρατίθενται διάφορες εξηγήσεις για αυτό το στατιστικό στοιχείο όπως το ότι οι χαμηλότεροι φορολογικοί συντελεστές συνέβαλλαν στο να μην κρύβουν πλέον οι πλούσιοι τα εισοδήματά τους και ότι το 1989 ήταν το κορύφωμα ενός ανοδικού οικονομικού κύκλου, και όχι μια τυπική – μέση – χρονιά. Τέλος, η πλειοψηφία των οικογενειών στις ΗΠΑ (το 60%) είχε όχι λιγότερο, αλλά μεγαλύτερο –έστω και ελαφρώς– εισόδημα το 1989 απ’ ότι το 1977.
Παρόμοιες αμφιβολίες μου γεννήθηκαν και για άλλα από τα δεκάδες στατιστικά στοιχεία (οικονομικά και περιβαλλοντικά) αλλά δεν βρήκα το λόγο, ή το κουράγιο, να τα ψάξω ένα-ένα.
Πάραυτα, για ένα γενικό κοινό το βιβλίο παρουσιάζει ενδιαφέρον και ιδίως ορισμένα κεφάλαιά του. Π.χ. στα κεφάλαια 4-5 και 10-11 γίνεται μια ιδιαίτερα εύγλωττη εισαγωγή στην έννοια των πράσινων φόρων, και των Πιγκοβιανών φόρων γενικότερα, και στο πως αυτοί μπορούν να λειτουργήσουν ως βασικός μοχλός για μια πράσινη οικονομία όπου το κίνητρο του κέρδους θα δρα υπέρ και όχι εναντίον της προστασίας του περιβάλλοντος. Ο Hawken τονίζει την ανάγκη για μία σαρωτική φορολογική μεταρρύθμιση η οποία όμως θα είναι δημοσιονομικά ουδέτερη (δηλ. δεν θα προσθέτει νέα φορολογικά βάρη αλλά θα αντικαθιστά τους αντιπαραγωγικούς φόρους σε εισοδήματα, εργασία, αποταμιεύσεις, κτλ. με πράσινους φόρους). Αναφέρει χαρακτηριστικά:
Σίγουρα το προτεινόμενο σχήμα είναι παραπάνω από ενδιαφέρον αλλά εξακολουθώ να έχω το ερώτημα –σε συνδυασμό και με τη συνεχή τάση του κράτους για διόγκωση – για το αν είναι μακροχρόνια εφικτό να υποκατασταθούν πλήρως οι φόροι εισοδήματος με τους πράσινους φόρους. Ο Hawken κάνει μία πολύ σύντομη αναφορά στο συγκεκριμένο ζήτημα ενώ ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα βρήκα και την (εξίσου ανεπεξέργαστη) ιδέα περί ενός συστήματος ελευθέρου εμπορίου όπου η πρόσβαση στις αγορές της ανεπτυγμένης δύσης θα κερδίζεται με βάση τις περιβαλλοντικές και κοινωνικές επιδόσεις των χωρών που επιθυμούν να συναλλαχθούν με αυτήν.
Συνολικά, το βιβλίο δεν είναι άμεσα χρηστικό για κάποιον που ασχολείται επαγγελματικά με το περιβάλλον και δεν νομίζω ότι η επιχειρηματολογία του στηρίζει πάντα με αποτελεσματικότητα τη γενική του θέση αν και φωτίζει αρκετές ενδιαφέρουσες πτυχές και προβληματίζει. Θεωρείται ωστόσο ότι συνέβαλλε στο να κάνει αρκετούς επιχειρηματίες να συνειδητοποιήσουν τις αρνητικές επιπτώσεις της επιχείρησής τους στο περιβάλλον, και να τους ωθήσει να αλλάξουν όχι απλώς μεθόδους παραγωγής αλλά και τη γενικότερη προσέγγισή τους προς το επιχειρείν καθώς και στο να εισάγει αρκετό κόσμο στην έννοια της «βιωσιμότητας» (sustainability).
Λόγω αυτής του της επιρροής και εκδοτικής επιτυχίας επανατυπώθηκε πρόσφατα από τις εκδόσεις HarperCollins και αναμένεται να κυκλοφορήσει φέτος μια αναθεωρημένη έκδοση. Για μια πιο θετική θεώρηση του βιβλίου, δείτε εδώ.
Εναλλακτικά, θα πρότεινα ως πολύ πιο χρήσιμο και ενδιαφέρον για τους ήδη ...μυημένους στην έννοια της βιωσιμότητας το βιβλίο Natural Capitalism (BackBay Books, 2000) που έγραψε ο Paul Hawken μαζί με τους Amory Lovins και L. Hunter Lovins.
Ίσως καθότι περιβαλλοντολόγος, δεν είχα εντυπωσιαστεί ιδιαίτερα από το περιεχόμενό του. Ο συγγραφέας - επιτυχημένος επιχειρηματίας με κοινωνικές ανησυχίες που κάποια στιγμή είδε το οικολογικό φως και αποφάσισε να το μοιραστεί με τους γύρω του - οραματίζεται μια «οικονομία αποκατάστασης» (“restorative economy”), ένα σύστημα δηλαδή στο οποίο κάθε οικονομική δράση θα έχει εκ φύσεως χαρακτήρα «βιώσιμο» και «αποκαταστατικό». Ένα οικονομικό σύστημα δηλαδή που θα είναι στη βάση του καπιταλιστικό –σύμφωνο με την ανθρώπινη φύση και ικανό να καλύψει ανθρώπινες ανάγκες- αλλά στο οποίο η κάθε οικονομική ή εμπορική πράξη δεν θα ζημιώνει το φυσικό περιβάλλον και οι συνέπειές της σ’ αυτό δεν θα χρειάζεται να αντισταθμισθούν ή να διορθωθούν.
Μεγάλο μέρος του (6 από τα 12 κεφάλαια) αναλώνεται σε μια αέναη περιγραφή μεμονωμένων περιπτώσεων ή επεισοδίων ρύπανσης. Άλλα κεφάλαια ασχολούνται με την ανάλυση των επιπτώσεων αλλά και των δυνατοτήτων του εμπορίου και του πολιτικού πλαισίου εντός του οποίου διαμορφώνονται οι κανόνες του. Αρκετά από τα αναφερόμενα στοιχεία είναι σίγουρα προκλητικά για τη σκέψη και ενδιαφέροντα καθώς επίσης και οι μεταξύ τους συνδέσεις που κάνει ο Hawken, κάποιες φορές με εξαίρετα διαφωτιστικές διατυπώσεις.
Ωστόσο, το βιβλίο μου δίνει την εντύπωση ότι συχνά αμφιταλαντεύεται: Μεταξύ του πάθους του συγγραφέα να μεταδώσει το όραμά του από τη μια μεριά και της προσπάθειάς του να το τεκμηριώσει με τρόπο σοβαρό και αξιόπιστο από την άλλη. Μεταξύ πραγματισμού απ’ τη μια και ηθικολογίας από την άλλη. Το αποτέλεσμα δεν είναι πάντα το καλύτερο και ενίοτε γίνεται κουραστικό. Ίσως λόγω του μεγάλου εύρους του θέματος που πραγματεύεται, δίνεται έμφαση στην παράθεση μιας πληθώρας διάσπαρτων στατιστικών –που συχνά επιδέχονται πολλαπλών ερμηνειών- παρά στην εμβάθυνση και κατανόηση φαινομένων.
Για παράδειγμα, στη σελ.17 αναφέρει:
“Παρότι το ΑΕΠ των ΗΠΑ αυξήθηκε σημαντικά κατά τη δεκαετία του '80, τρία τέταρτα της αύξησης στα προ φόρου εισοδήματα πήγαν στο πλουσιότερο ένα τοις εκατό. Η πλειοψηφία των Αμερικάνων είχε λιγότερα χρήματα και χαμηλότερα εισοδήματα απ' όταν η δεκαετία ξεκινούσε.”
Ανατρέχοντας στις πηγές βλέπεις ότι γίνεται παραπομπή σε ένα άρθρο της Sylvia Nasar στους New York Times της 5ης Μαρτίου 1992. Διαβάζοντας το άρθρο –και παρότι οι NYT παραδοσιακά αριστερίζουν- καταλαβαίνεις ότι η φράση του Hawken είναι μια αυθαίρετη αφαίρεση των στοιχείων που παρατίθενται στο άρθρο. Π.χ. η σύγκριση γίνεται μεταξύ 1977 και 1989 (όχι της «δεκαετίας του ’80»), οι πλούσιοι της μίας χρονιάς δεν είναι οι ίδιοι (τα ίδια πρόσωπα) με τους πλούσιους της άλλης, παρατίθενται διάφορες εξηγήσεις για αυτό το στατιστικό στοιχείο όπως το ότι οι χαμηλότεροι φορολογικοί συντελεστές συνέβαλλαν στο να μην κρύβουν πλέον οι πλούσιοι τα εισοδήματά τους και ότι το 1989 ήταν το κορύφωμα ενός ανοδικού οικονομικού κύκλου, και όχι μια τυπική – μέση – χρονιά. Τέλος, η πλειοψηφία των οικογενειών στις ΗΠΑ (το 60%) είχε όχι λιγότερο, αλλά μεγαλύτερο –έστω και ελαφρώς– εισόδημα το 1989 απ’ ότι το 1977.
Παρόμοιες αμφιβολίες μου γεννήθηκαν και για άλλα από τα δεκάδες στατιστικά στοιχεία (οικονομικά και περιβαλλοντικά) αλλά δεν βρήκα το λόγο, ή το κουράγιο, να τα ψάξω ένα-ένα.
Πάραυτα, για ένα γενικό κοινό το βιβλίο παρουσιάζει ενδιαφέρον και ιδίως ορισμένα κεφάλαιά του. Π.χ. στα κεφάλαια 4-5 και 10-11 γίνεται μια ιδιαίτερα εύγλωττη εισαγωγή στην έννοια των πράσινων φόρων, και των Πιγκοβιανών φόρων γενικότερα, και στο πως αυτοί μπορούν να λειτουργήσουν ως βασικός μοχλός για μια πράσινη οικονομία όπου το κίνητρο του κέρδους θα δρα υπέρ και όχι εναντίον της προστασίας του περιβάλλοντος. Ο Hawken τονίζει την ανάγκη για μία σαρωτική φορολογική μεταρρύθμιση η οποία όμως θα είναι δημοσιονομικά ουδέτερη (δηλ. δεν θα προσθέτει νέα φορολογικά βάρη αλλά θα αντικαθιστά τους αντιπαραγωγικούς φόρους σε εισοδήματα, εργασία, αποταμιεύσεις, κτλ. με πράσινους φόρους). Αναφέρει χαρακτηριστικά:
«Ως έχουν τα πράγματα αυτή τη στιγμή, οι άνθρωποι που εφαρμόζουν βιώσιμες μεθόδους γεωργικής παραγωγής χρειάζεται να χρεώνουν παραπάνω προκειμένου να έχουν μια αξιοπρεπή διαβίωση, καθώς ανταγωνίζονται με παραγωγούς που είναι αποτελεσματικοί στο να εξωτερικεύουν τα κόστη τους. Οι πράσινοι φόροι στην ενέργεια και τα χημικά θα ανατρέψουν τα αντικίνητρα για τις βιώσιμες μεθόδους γεωργικής καλλιέργειας... Τα περισσότερα από τα χημικά και τα φυτοφάρμακα που χρησιμοποιούνται σήμερα, εφαρμόζονται σε σπαρτά που παράγονται πλεονασματικά και κατά συνέπεια εντάσσονται στα κυβερνητικά προγράμματα επιδοτήσεων που θέτουν κατώτατες τιμές στήριξης για την κατάχρησή τους. Άρα οι φόροι μας χρησιμοποιούνται όχι προς αποκατάσταση του περιβάλλοντος αλλά προς επιδότηση της περιβαλλοντικής ζημιάς.»
Σίγουρα το προτεινόμενο σχήμα είναι παραπάνω από ενδιαφέρον αλλά εξακολουθώ να έχω το ερώτημα –σε συνδυασμό και με τη συνεχή τάση του κράτους για διόγκωση – για το αν είναι μακροχρόνια εφικτό να υποκατασταθούν πλήρως οι φόροι εισοδήματος με τους πράσινους φόρους. Ο Hawken κάνει μία πολύ σύντομη αναφορά στο συγκεκριμένο ζήτημα ενώ ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα βρήκα και την (εξίσου ανεπεξέργαστη) ιδέα περί ενός συστήματος ελευθέρου εμπορίου όπου η πρόσβαση στις αγορές της ανεπτυγμένης δύσης θα κερδίζεται με βάση τις περιβαλλοντικές και κοινωνικές επιδόσεις των χωρών που επιθυμούν να συναλλαχθούν με αυτήν.
Συνολικά, το βιβλίο δεν είναι άμεσα χρηστικό για κάποιον που ασχολείται επαγγελματικά με το περιβάλλον και δεν νομίζω ότι η επιχειρηματολογία του στηρίζει πάντα με αποτελεσματικότητα τη γενική του θέση αν και φωτίζει αρκετές ενδιαφέρουσες πτυχές και προβληματίζει. Θεωρείται ωστόσο ότι συνέβαλλε στο να κάνει αρκετούς επιχειρηματίες να συνειδητοποιήσουν τις αρνητικές επιπτώσεις της επιχείρησής τους στο περιβάλλον, και να τους ωθήσει να αλλάξουν όχι απλώς μεθόδους παραγωγής αλλά και τη γενικότερη προσέγγισή τους προς το επιχειρείν καθώς και στο να εισάγει αρκετό κόσμο στην έννοια της «βιωσιμότητας» (sustainability).
Λόγω αυτής του της επιρροής και εκδοτικής επιτυχίας επανατυπώθηκε πρόσφατα από τις εκδόσεις HarperCollins και αναμένεται να κυκλοφορήσει φέτος μια αναθεωρημένη έκδοση. Για μια πιο θετική θεώρηση του βιβλίου, δείτε εδώ.
Εναλλακτικά, θα πρότεινα ως πολύ πιο χρήσιμο και ενδιαφέρον για τους ήδη ...μυημένους στην έννοια της βιωσιμότητας το βιβλίο Natural Capitalism (BackBay Books, 2000) που έγραψε ο Paul Hawken μαζί με τους Amory Lovins και L. Hunter Lovins.
Άλλες αναρτήσεις στην κατηγορία:
βιβλία
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)