Αν ο τίτλος της σημερινής δημοσίευσης σας φαίνεται αλλόκοτος ή αν νομίζετε ότι πρόκειται για κάποιου είδους λογοπαίγνιο σας διαβεβαιώ για το αντίθετο.
Στην προηγούμενη δημοσίευση πρότεινα, με αναλυτικές πιστεύω εξηγήσεις, τη νομιμοποίηση του κλεισίματος των ημιυπαίθριων χώρων ως ένα μέτρο που θα δώσει μια πολύτιμη ανάσα στο πανταχόθεν βαλλόμενο βιοτικό επίπεδο της μέσης ελληνικής οικογένειας χωρίς καμία ουσιαστική ζημιά για το αστικό περιβάλλον.
Σήμερα θέλω να επεκταθώ λίγο παραπάνω σε αυτόν τον ισχυρισμό. Πιστεύω ότι μια από τις βασικές αιτίες του δημογραφικού προβλήματος της χώρας μας και της γήρανσης του πληθυσμού της είναι οι κάκιστες συνθήκες καθημερινής διαβίωσης, με προεξάρχουσα μεταξύ τους την έλλειψη επαρκούς, ποιοτικής και οικονομικά προσιτής στέγασης. Οι τελευταίες δεκαετίες, με την αστικοποίηση του πληθυσμού, τις προόδους στον τομέα των κατασκευών, την άνοδο του κατά κεφαλήν εισοδήματος και τις συνακόλουθες καταναλωτικές συνήθειες, αλλά και κοινωνικές αλλαγές που ευνοούν την ατομικότητα έναντι της (οικογενειακής / επιβεβλημένης) συλλογικότητας, είχαν ως αποτέλεσμα την αύξηση του «προσδοκόμενου επιπέδου διαβίωσης» για τον μέσο Έλληνα.(*) Ο κάτοικος αυτής της χώρας δεν μπορεί πλέον να δεχτεί ότι θα κατοικεί σε μια «καμαρούλα μια σταλιά δύο επί δύο», ούτε ότι θα στοιβάζει όλα τα –πιθανώς διαφορετικού φύλου και ηλικιών– παιδιά του σε 1 υπνοδωμάτιο, ούτε ότι όλη η οικογένεια θα είναι υποχρεωμένη να συμβιώνει στην καθημερινότητά της σε ένα καθιστικό 5x5 με μία μόνο πηγή ψυχαγωγίας / διασκέδασης να επιβάλλεται σε όλα τα μέλη της οικογένειας (τηλεόραση ή στερεοφωνικό ή ράδιο ή διάβασμα ή παρέα με φίλους ή... τσιγάρο). Το κάθε μέλος της οικογένειας έχει ξεχωριστές ανάγκες, συνήθειες, επιθυμίες και μια σύγχρονη κατοικία οφείλει να καλύπτει και όλες αυτές τις ανάγκες, πέραν της, δεδομένης πλέον, ασφάλειας και προστασίας από τα στοιχεία της φύσης.
Δυστυχώς, η πολεοδομική νομοθεσία μας δεν δείχνει να προβληματίζεται ιδιαίτερα για αυτά τα πρακτικά θέματα και ως αποτέλεσμα έχει δημιουργηθεί μια μεγάλη, τεχνητή (λόγω πολεοδομικής νομοθεσίας) έλλειψη στέγης πρώτης κατοικίας στη χώρα μας.
Να προσθέσω ότι χάρη επίσης στις συντεχνιακές στρεβλώσεις της ελληνικής νομοθεσίας οι περισσότερες κατοικίες στην Ελλάδα (διαμερίσματα) δεν είναι σχεδιασμένες από αρχιτέκτονες αλλά από πολιτικούς μηχανικούς, πράγμα που σημαίνει ότι δεν γίνεται και η καλύτερη δυνατή χρήση των διαθέσιμων τετραγωνικών μέτρων και άρα μια δεδομένη επιφάνεια κατοικήσιμων χώρων δεν αποδίδει στους κατοίκους της το μέγιστο των «υπηρεσιών» που θα μπορούσε να αποδώσει... Επιπλέον δε, οι περισσότερες κύριες Ελληνικές κατοικίες δεν διαθέτουν κήπο ή αυλή ή άλλους κοινόχρηστους χώρους ενώ και οι κοινόχρηστοι δημόσιοι χώροι είναι επίσης λιγοστοί.
Μέσα σε ένα τέτοιο οικιστικό περιβάλλον, εχθρικό για την ανατροφή παιδιών, φαντάζουν αστείες οι εξαγγελίες για καταπολέμηση του δημογραφικού προβλήματος με επιδοματικές πολιτικές.
Μία από τις υποτιθέμενα σημαντικές παροχές της παρούσας κυβέρνησης ήταν η χορήγηση εφάπαξ επιδόματος 2.000€ για τη γέννηση τρίτου παιδιού.
Να υποθέσω ότι πρόκειται για τα ίδια 2.000 – 3000 € που επιχειρεί τώρα να πάρει πίσω η κυβέρνηση με την... «τακτοποίηση» των ημιυπαίθριων;
Ενώ το μηνιαίο επίδομα για κάθε παιδί από το τρίτο και μετά, υποθέτω ότι θα αντισταθμιστεί με το αυξημένο τέλος ακίνητης περιουσίας (ΕΤΑΚ) που θα προκύψει ως αποτέλεσμα της «τακτοποίησης» των ημιυπαίθριων;
Λαμπρό παράδειγμα έλλειψης σχεδιασμού και αποσπασματικών, αλληλοαναιρούμενων πολιτικών!
Ιδιαίτερα σε μια εποχή οικονομικής κρίσης θα μπορούσε η κυβέρνηση να αφήσει στην άκρη τη νοοτροπία φοροεισπράκτορα που τη διακατέχει και αντιθέτως να κινηθεί με στόχο την ενίσχυση και ενδυνάμωση των πολιτών στη δύσκολη συγκυρία που δείχνει να έρχεται. Γιατί σε μια εποχή οικονομικής κρίσης η ανάληψη της σημαντικής – και οικονομικής – ευθύνης που συνοδεύει την ανατροφή ενός παιδιού γίνεται ακόμη πιο δύσκολη. (βλ. Carl Haub: The U.S. Recession and the Birth Rate) Λιγότερα παιδιά δε, σημαίνει και λιγότερα μελλοντικά έσοδα για τα ασφαλιστικά ταμεία, μικρότερη εσωτερική ζήτηση για τα ελληνικά προϊόντα και υπηρεσίες κ.ο.κ. Το – πραγματικό - κλείσιμο του θέματος των ημιυπαίθριων με τρόπο ευνοϊκό για τους πολίτες θα μπορούσε να δράσει ευεργετικά στην παρούσα δύσκολη συγκυρία και να δώσει μια πραγματική ενίσχυση στις ελληνικές οικογένειες.
Αλλά μήπως οι πολιτικοί μας πραγματικά πιστεύουν ότι οι υπήκοοί τους μπορούν να διαβιώσουν άνετα και να μεγαλώσουν οικογένεια με παιδιά μέσα σε 60-70-90 τετραγωνικά μέτρα; Πείτε με λαϊκιστή, αλλά διαβάζοντας τα πρόσφατα άρθρα των εφημερίδων για το «πόθεν έσχες» των πολιτικών μας δυσκολεύτηκα να βρω αναφορές για κατοικίες μικρότερες των 100 τετραγωνικών μέτρων... Περιττή σπατάλη ή οι πολιτικοί μας αναγνωρίζουν για τον εαυτό τους ανάγκες που δεν αναγνωρίζουν στους ψηφοφόρους τους;
(*) Ενδεικτικά, σύμφωνα με το Housing Indicators Program, το 1990 (πριν 20 χρόνια), στις βιομηχανικές χώρες αντιστοιχούσαν 31m2 «κατοικήσιμης επιφάνειας» ανά άτομο (διάμεση τιμή), με το «μέγεθος κατοικίας» (διάμεση τιμή) να φθάνει στα 75m2 ενώ στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης τα μεγέθη αυτά ήταν σημαντικά μικρότερα (20,6 και 54 αντίστοιχα). Στην ίδια έκθεση είχε διαπιστωθεί υψηλή στατιστική συσχέτιση μεταξύ των ανωτέρω δύο μεγεθών και του «δείκτη ανάπτυξης».
Υ.Γ. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι η μέση τιμή πώλησης μιας κατοικίας στις ΗΠΑ το 2008 ήταν 198.100$ (=140.000€ περίπου ) με τις νεόκτιστες κατοικίες να έχουν μέση επιφάνεια κοντά στα 220 m2.
Στην προηγούμενη δημοσίευση πρότεινα, με αναλυτικές πιστεύω εξηγήσεις, τη νομιμοποίηση του κλεισίματος των ημιυπαίθριων χώρων ως ένα μέτρο που θα δώσει μια πολύτιμη ανάσα στο πανταχόθεν βαλλόμενο βιοτικό επίπεδο της μέσης ελληνικής οικογένειας χωρίς καμία ουσιαστική ζημιά για το αστικό περιβάλλον.
Σήμερα θέλω να επεκταθώ λίγο παραπάνω σε αυτόν τον ισχυρισμό. Πιστεύω ότι μια από τις βασικές αιτίες του δημογραφικού προβλήματος της χώρας μας και της γήρανσης του πληθυσμού της είναι οι κάκιστες συνθήκες καθημερινής διαβίωσης, με προεξάρχουσα μεταξύ τους την έλλειψη επαρκούς, ποιοτικής και οικονομικά προσιτής στέγασης. Οι τελευταίες δεκαετίες, με την αστικοποίηση του πληθυσμού, τις προόδους στον τομέα των κατασκευών, την άνοδο του κατά κεφαλήν εισοδήματος και τις συνακόλουθες καταναλωτικές συνήθειες, αλλά και κοινωνικές αλλαγές που ευνοούν την ατομικότητα έναντι της (οικογενειακής / επιβεβλημένης) συλλογικότητας, είχαν ως αποτέλεσμα την αύξηση του «προσδοκόμενου επιπέδου διαβίωσης» για τον μέσο Έλληνα.(*) Ο κάτοικος αυτής της χώρας δεν μπορεί πλέον να δεχτεί ότι θα κατοικεί σε μια «καμαρούλα μια σταλιά δύο επί δύο», ούτε ότι θα στοιβάζει όλα τα –πιθανώς διαφορετικού φύλου και ηλικιών– παιδιά του σε 1 υπνοδωμάτιο, ούτε ότι όλη η οικογένεια θα είναι υποχρεωμένη να συμβιώνει στην καθημερινότητά της σε ένα καθιστικό 5x5 με μία μόνο πηγή ψυχαγωγίας / διασκέδασης να επιβάλλεται σε όλα τα μέλη της οικογένειας (τηλεόραση ή στερεοφωνικό ή ράδιο ή διάβασμα ή παρέα με φίλους ή... τσιγάρο). Το κάθε μέλος της οικογένειας έχει ξεχωριστές ανάγκες, συνήθειες, επιθυμίες και μια σύγχρονη κατοικία οφείλει να καλύπτει και όλες αυτές τις ανάγκες, πέραν της, δεδομένης πλέον, ασφάλειας και προστασίας από τα στοιχεία της φύσης.
Δυστυχώς, η πολεοδομική νομοθεσία μας δεν δείχνει να προβληματίζεται ιδιαίτερα για αυτά τα πρακτικά θέματα και ως αποτέλεσμα έχει δημιουργηθεί μια μεγάλη, τεχνητή (λόγω πολεοδομικής νομοθεσίας) έλλειψη στέγης πρώτης κατοικίας στη χώρα μας.
Να προσθέσω ότι χάρη επίσης στις συντεχνιακές στρεβλώσεις της ελληνικής νομοθεσίας οι περισσότερες κατοικίες στην Ελλάδα (διαμερίσματα) δεν είναι σχεδιασμένες από αρχιτέκτονες αλλά από πολιτικούς μηχανικούς, πράγμα που σημαίνει ότι δεν γίνεται και η καλύτερη δυνατή χρήση των διαθέσιμων τετραγωνικών μέτρων και άρα μια δεδομένη επιφάνεια κατοικήσιμων χώρων δεν αποδίδει στους κατοίκους της το μέγιστο των «υπηρεσιών» που θα μπορούσε να αποδώσει... Επιπλέον δε, οι περισσότερες κύριες Ελληνικές κατοικίες δεν διαθέτουν κήπο ή αυλή ή άλλους κοινόχρηστους χώρους ενώ και οι κοινόχρηστοι δημόσιοι χώροι είναι επίσης λιγοστοί.
Μέσα σε ένα τέτοιο οικιστικό περιβάλλον, εχθρικό για την ανατροφή παιδιών, φαντάζουν αστείες οι εξαγγελίες για καταπολέμηση του δημογραφικού προβλήματος με επιδοματικές πολιτικές.
Μία από τις υποτιθέμενα σημαντικές παροχές της παρούσας κυβέρνησης ήταν η χορήγηση εφάπαξ επιδόματος 2.000€ για τη γέννηση τρίτου παιδιού.
Να υποθέσω ότι πρόκειται για τα ίδια 2.000 – 3000 € που επιχειρεί τώρα να πάρει πίσω η κυβέρνηση με την... «τακτοποίηση» των ημιυπαίθριων;
Ενώ το μηνιαίο επίδομα για κάθε παιδί από το τρίτο και μετά, υποθέτω ότι θα αντισταθμιστεί με το αυξημένο τέλος ακίνητης περιουσίας (ΕΤΑΚ) που θα προκύψει ως αποτέλεσμα της «τακτοποίησης» των ημιυπαίθριων;
Λαμπρό παράδειγμα έλλειψης σχεδιασμού και αποσπασματικών, αλληλοαναιρούμενων πολιτικών!
Ιδιαίτερα σε μια εποχή οικονομικής κρίσης θα μπορούσε η κυβέρνηση να αφήσει στην άκρη τη νοοτροπία φοροεισπράκτορα που τη διακατέχει και αντιθέτως να κινηθεί με στόχο την ενίσχυση και ενδυνάμωση των πολιτών στη δύσκολη συγκυρία που δείχνει να έρχεται. Γιατί σε μια εποχή οικονομικής κρίσης η ανάληψη της σημαντικής – και οικονομικής – ευθύνης που συνοδεύει την ανατροφή ενός παιδιού γίνεται ακόμη πιο δύσκολη. (βλ. Carl Haub: The U.S. Recession and the Birth Rate) Λιγότερα παιδιά δε, σημαίνει και λιγότερα μελλοντικά έσοδα για τα ασφαλιστικά ταμεία, μικρότερη εσωτερική ζήτηση για τα ελληνικά προϊόντα και υπηρεσίες κ.ο.κ. Το – πραγματικό - κλείσιμο του θέματος των ημιυπαίθριων με τρόπο ευνοϊκό για τους πολίτες θα μπορούσε να δράσει ευεργετικά στην παρούσα δύσκολη συγκυρία και να δώσει μια πραγματική ενίσχυση στις ελληνικές οικογένειες.
Αλλά μήπως οι πολιτικοί μας πραγματικά πιστεύουν ότι οι υπήκοοί τους μπορούν να διαβιώσουν άνετα και να μεγαλώσουν οικογένεια με παιδιά μέσα σε 60-70-90 τετραγωνικά μέτρα; Πείτε με λαϊκιστή, αλλά διαβάζοντας τα πρόσφατα άρθρα των εφημερίδων για το «πόθεν έσχες» των πολιτικών μας δυσκολεύτηκα να βρω αναφορές για κατοικίες μικρότερες των 100 τετραγωνικών μέτρων... Περιττή σπατάλη ή οι πολιτικοί μας αναγνωρίζουν για τον εαυτό τους ανάγκες που δεν αναγνωρίζουν στους ψηφοφόρους τους;
(*) Ενδεικτικά, σύμφωνα με το Housing Indicators Program, το 1990 (πριν 20 χρόνια), στις βιομηχανικές χώρες αντιστοιχούσαν 31m2 «κατοικήσιμης επιφάνειας» ανά άτομο (διάμεση τιμή), με το «μέγεθος κατοικίας» (διάμεση τιμή) να φθάνει στα 75m2 ενώ στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης τα μεγέθη αυτά ήταν σημαντικά μικρότερα (20,6 και 54 αντίστοιχα). Στην ίδια έκθεση είχε διαπιστωθεί υψηλή στατιστική συσχέτιση μεταξύ των ανωτέρω δύο μεγεθών και του «δείκτη ανάπτυξης».
Υ.Γ. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι η μέση τιμή πώλησης μιας κατοικίας στις ΗΠΑ το 2008 ήταν 198.100$ (=140.000€ περίπου ) με τις νεόκτιστες κατοικίες να έχουν μέση επιφάνεια κοντά στα 220 m2.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου