Sinead (ετυμολογία από το wiktionary): Of Irish origin, variant of Jane or Jean, in turn feminine forms of the Hebrew name John, meaning God is gracious
gracious: ελεήμων, γενναιόδωρος
γενναιόδωρος: αυτός που δίνει / "αυτός που είναι πρόθυμος να προσφέρει" (Λεξικό Μπαμπινιώτη)
#
αυτός που παίρνει / "αρπάζει ότι βρει": πλιατσικολόγος
gracious: ελεήμων, γενναιόδωρος
γενναιόδωρος: αυτός που δίνει / "αυτός που είναι πρόθυμος να προσφέρει" (Λεξικό Μπαμπινιώτη)
#
αυτός που παίρνει / "αρπάζει ότι βρει": πλιατσικολόγος
1 σχόλιο:
Άψογο και λίαν οξυδερκές!
Δημοσίευση σχολίου